- ρόγατος
- ο, ΜΑβλ. ρογάτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρογάτος — και ῥόγατος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει κληθεί ονομαστικά, ως μάρτυρας, με ονομαστική ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rogatus (< rogo «ρωτώ, ζητώ να μάθω»] … Dictionary of Greek